ρεολογία

ρεολογία
η, Ν
φυσ. επιστημονικός κλάδος τής μηχανικής που μελετά την παραμόρφωση και τη ροή τών διαφόρων σωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheology (< ῥέος < ῥέω + -λογία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”